- ὑπηοῖος
- ὑπηοῖος, η, ον, ([etym.] ἠώς) [dialect] Ep. Adj.A towards dawn, early, Il.18.277 = 303, Od.4.656; στίβη ὑπηοίη early rime, morning frost, 17.25: cf. ὑπηῷος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπηοίος — οίη, ον, Α αυτός που γίνεται νωρίς το πρωί, ορθρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἠοῖος «πρωινός» (< ἕως / ἠώς «αυγή»)] … Dictionary of Greek
ὑπηοῖον — ὑπηοῖος towards dawn masc acc sg ὑπηοῖος towards dawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηοῖοι — ὑπηοῖος towards dawn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηοίη — ὑπηοί̱η , ὑπηοῖος towards dawn fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)